- περίειμι (περιεῖναι)
- V 0-0-0-3-3=6 Jb 27,3.15; 31,21; 2 Mc 7,24; 14,10to survive sb [τινος] Jb 27,15; to be alive, to live 2 Mc 7,24; to remain in sb [τινι] Jb 27,3; to remain 3 Mc 5,18; to be superior Jb 31,21
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
περιεῖναι — περϊεῖναι , περίειμι 1 to be around pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίειμι — (I) ΜΑ επιζώ, βρίσκομαι ακόμη στη ζωή (α. «αἱρέεται αὐτὸς περιεῑναι» προτιμά να επιζήσει αυτός, Ηρόδ. β. «ὑπόμνησιν τῶν περιόντων καὶ τῶν κεκοιμημένων», Κωνστ.) αρχ. 1. βρίσκομαι γύρω από κάτι («χωρίον ᾧ κύκλῳ τειχίον περιῆν», Θουκ.) 2. υπερέχω,… … Dictionary of Greek